ὀκχῇ

ὀκχῇ
ὀκχέω
pres subj mp 2nd sg
ὀκχέω
pres ind mp 2nd sg
ὀκχέω
pres subj act 3rd sg
ὀχέω
hold fast
pres subj mp 2nd sg
ὀχέω
hold fast
pres ind mp 2nd sg
ὀχέω
hold fast
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οκχή — ὀκχή, ἡ (Α) (δωρ. και ποιητ. τ. βλ. οχή …   Dictionary of Greek

  • οχή — Βουνό της νότιας Εύβοιας (1.404 μ.), που καταλήγει στα Ν στα ακρωτήρια Μαντέλλο (Γεραιτός) και Παξιμάδι (Λευκή Ακτή), στα δε ΒΑ στον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο, κοινά Βουνό της Καρύστου). Ψηλότερες κορυφές είναι ο Άγιος Ηλίας (1.398 μ.) και ο Ιούδας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”